ἐσφράγισα

ἐσφράγισα
ἐσφρά̱γισα , σφραγίζω
close
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταργίζω — (I) καταργίζω (Α) αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀργίζω (< ἀργός [II])]. (II) καταργίζω (Μ) 1. βρίζω, καταριέμαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, η, ον αφορισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ ήργ ησα… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”